Έπεφτα, έπεφτα, έπεφτα, όλο και πιο χαμηλά, σαν σε κενό αέρος, χωρίς ν' αλλάξω θέση. Οι αισθήσεις λες κι έφευγαν εκείνη την στιγμή έξω από το σώμα μου, χάνοντας την νιώση του πραγματικού σχήματος. Κάπως έτσι μάλλον γίνεται και με τον ύπνο. Ούτε αργή, ούτε γρήγορη κίνηση: μια αέναη στάθμη βάρους πάνω από τη γη. Θυμάμαι που διάβαζα πάντα τις ώρες ανατολής και δύσης του ηλίου ξανά τις σελίδες του ημερολογίου μου. Κάθε μέρα κι ένα μικρό τετράστιχο γραμμένο στην πίσω σελίδα.